- εσταότως
- ἑσταότως (Α)επίρρ. επί ποδός, στο πόδι, ορθίως («ἑσταότως μὲν καλῶς ἀκουέμεν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εσταώς, -ότος τού ρ. ίστημι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑσταότως — standing still indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)